- ἐρασίμολπος
- ἐρᾰςῐμολπος, -ον1 loving song
Θαλία τε ἐρασίμολπε O. 14.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Θαλία τε ἐρασίμολπε O. 14.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ερασίμολπος — ἐρασίμολπος, ον (Α) αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. μέλπ ] … Dictionary of Greek
ἐρασίμολπε — ἐρασίμολπος delighting in song masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερασίπτερος — ἐρασίπτερος, ον (Α) αυτός που έχει εράσμια, πολύ ωραία φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος] … Dictionary of Greek
ερασιτέχνης — ο, θηλ. ερασιτέχνις 1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος 2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ … Dictionary of Greek
ερασιχρήματος — ἐρασιχρήματος, ον (AM) αυτός που αγαπά υπερβολικά το χρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος] … Dictionary of Greek
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek